Να την χέσω, έτσι που την καταντήσανε, την Ελλάδα μας, οι χαλασοχώρηδες. Κράτος ασυστόλων και αδηφάγων κώλων!
Ελευθέριος Ανευλαβής
Σαφή δ’ ακούεις εξ ελευθεροστόμου γλώσσης
Αισχύλος
Αυτοί οι πολιτικατζήδες (όχι οι πολιτικοί. Υπάρχουν και τέτοιοι, να τους ψάχνεις με το φανάρι του Διογένη), και τα σφουγγοκώλια τους:
Οι διανοούμενοι σαλτιμπάγκοι, μαϊμούδες (κυριολεκτικά και μεταφορικά) που γέμισαν την πόλιν του Αριστοτέλη και την Πολιτεία του Πλάτωνος, με κενολογία και μπουρδολογία. Οι κενόφρονες, που παπαγαλίζουν πολιτισμό της τηλεόρασης, των «λάιφ στάιλ» περιοδικών, της ημιμάθειας της περιαυτολογίας.
Οι δήθεν τεχνοκράτες, οι οποίοι εκσπερματώνουν στην θέα του μηχανοποιημένου πολιτισμού της ματαιόδοξης παγκοσμιοποίησης, που ερημώνει τον άνθρωπο.
Οι δημοσιογράφοι, που δεν έμαθαν ούτε να γραντζουνάνε, με την πένα τους, την ελληνική γλώσσα.
Οι τραπεζιτοαγιογδύτες και τα χρυσοκάνθαρα κωλόπαιδα (golden boys), που λατρεύουν, ευλαβώς, τον θεό του χρήματος και, αδιάντροπα, εξευτελίζονται και εξευτελίζουν τον άνθρωπο. Γιατί:
«Ουδέν γαρ ανθρώποισιν οίο άργυρος κακόν νόμισμ’ έβλαστε. Τούτο και πόλεις πορθεί, … πανουργίας δ’ έδειξεν ανθρώποις έχειν… και παντός έργου δυσέβειαν ειδέναι: δεν φύτρωσε χειρότερο κανένα κακό στον κόσμο από το χρήμα. Αυτό γκρεμίζει πόλεις. Μαθαίνει τον άνθρωπο να γίνει κάλπης… και να κάνει κάθε βρομιά.». (Πλάτων).
Οι τσιφτετελοέλληνες (Σαββόπουλος), οι ελληναράδες, οι νήπιοι γιαποελληναράδες του μαζοχυλού, που επιδεικνύουν τα ξενόφερτα φύκια, που τους πούλησαν οι κάθε λογής καπάτσοι, για μεταξωτές κορδέλες. Ξενιτεμένοι, μέσα στην ίδια τους τη χώρα. Ένοικοι του τουριστικού ξενοδοχείου, που κατήντησαν την Ελλάδα.
Αυτοί όλοι, οι σπουδαιογελοίοι, πολιτισμένοι βάρβαροι, του κόσμου της ερημιάς και της απόγνωσης, ανίκανοι, [ίσως και να μην θέλουν, αυνάνες γαρ, που «εκχέουν επί την γήν» (Γένεσις)], να γονιμοποιήσουν την ίδια τους τη χώρα, παθαίνουν οργασμούς με την Ευρώπη της εσπερίας. Οι κομπλεξικοί.
Οι σαλονάτοι σαλτιμπάγκοι της μεταμοντέρνας διανόησης και της απύθμενης ανοησίας, οι εύκολοι άνθρωποι, σουσουδίζουν, σαν την μαντάμ Σουσού, την πολιτισμένη Ευρώπη, ως πτωχαλαζόνες συγγενείς, χωρίς να την καταλαβαίνουν.
Ξεχνούν, αυτό που κάθε πολιτισμένος Ευρωπαίος γνωρίζει: πως ο ευρωπαϊκός πολιτισμός στα θεμέλιά του είναι ελληνικός πολιτισμός. Ξενόμυαλοι. Δεν αντέχουν το λαμπερό φως της καθ' ημάς Ανατολής. Αισθάνονται άνετα στο γκρίζο της παγκοσμιοποιημένης Δύσης. Που δύει.
Έδωσαν αντιπαροχή την Ελλάδα, για ένα τριάρι στις Βρυξέλες.
Αυτοί όλοι οι χαλασμένοι, «χαλούνε, προστυχεύουν» (Σεφέρης), τον λαό. Τον κάνουν, τον λαό, σαν τα μούτρα τους, μέσα σε μια πόλη αβίωτη, κακόγουστη, υδροκέφαλη, στεγνή από αγάπη και ανθρωπιά.
Χαλώντας τη γλώσσα του. Τη γλώσσα του την ελληνική, που «εί θεοί διαλέγονται τη των Ελλήνων γλώττη χρώνται: Αν οι θεοί μιλούν την γλώσσα των Ελλήνων χρησιμοποιούν». (Κικέρων).
Τη γλώσσα την ελληνική, που μιλιέται τρεις χιλιάδες χρόνια τώρα σ’ αυτόν τον ίδιο τόπο. Τη γλώσσα που πρωτομίλησε:
Τη Δημοκρατία. Την Ελευθερία. Την Αρετή. Τη Δικαιοσύνη. Την Αγάπη. Την Επιστήμη. Την Φιλοσοφία. Την Πολιτική.
Αυτήν τη γλώσσα, αυτοί οι γλωσσοχαλαστές, την κατήντησαν γλώσσα γουρουνογρυλισμάτων, των πεντακοσίων λέξεων, συμπεριλαμβανομένων των greeklish (δλδ: δηλαδή, mgd: my god), για να συνεννοούνται οι ολιγοφρενείς χάσκακες της δυτικόφερτης κουλτούρας.
Αυτοί οι χαλασμένοι χαλούνε τον λαό, δουλώνοντας τους Έλληνες, για τους οποίους, «Τίποτα δεν είναι σπουδαιότερο για τους Έλληνες από την ελευθερία: Ως ουθέν μείζον εστίν ανθρώποις Έλλησιν της ελευθερίας» (ψήφισμα της Πριήνης, Καρία Μ. Ασίας),
με τα δεκανίκια της εσπερίας, για να τον κάνουν να ξεχάσει, πως τα αληθινά του πόδια είναι οι κολώνες του Παρθενώνα.
Αυτοί οι χαλασμένοι, θέλουν τον λαό φτωχό και πτωχό το πνεύματι, χάσκακα, με γλώσσα δεμένη, για «να γνωρίζει ποιος είναι το αφεντικό: ίνα γιγνώσκει τον τιθασευτήν» (Αριστοφάνης).
Γιατί, «Τον που η φτώχεια τσάκισε δεν μπορεί να μιλήσει ούτε να κάνει τίποτα, του ‘ναι δεμένη η γλώσσα: ανήρ δεδμημένος ούτε τι ειπείν ούθ έρξαι δύναται, γλώσσα δε δέδεται» (Θεόγνις). Κι’ έτσι,
Πονηρέ, χαλασμένε πολιτικατζή,
Ο αναψυκτηριούχος μαικήνας αναξιοπαθούντων Ινδών,
Ο vulgar, νεόπλουτος πολιτικατζής επιχειρηματίας,
Το αλαζονικό παιδί του ταχυδρόμου,
Ο Δούξ της Βιστωνίδος,
Εσύ «ν’ αρπάζεις και να δωροδοκείσαι, ο δε λαός… σφιγμένος από την ανάγκη, τη μιζέρια και τον μισθό να κρέμεται από σένα με το στόμα ανοιχτό: Συ μεν αρπάζης και δωροδοκείς… ο δε δήμος … υπ ανάγκης άμα και χρείας και μισθού προς σε κεχήνη» (Αριστοφάνης)
«Συ ο αλιτήριος (καταστροφέας) της πόλεως» (Ζήνων ο Ελεάτης), μέσα από την γυάλινη τηλεπαραμύθα (παρανόμι και της ηρωίνης),
«γλάρος χάσκακας να βγάζεις λόγο πάνω σε πέτρα: λάρος κεχηνώς επί πέτρας δημηγορών». (Αριστοφάνης).
Εσύ, χαλασμένε πολιτικατζή (και άλλοι όμοιοί σου πολιτικατζήδες διαφόρων χρωμάτων και κομμάτων), κανακεύεις τον λαό, τον χαϊδολογάς, τον κολακεύεις και τον εξαπατάς. «Ήκαλλ’, εθώπευ’, εκολάκευ’, εξηπάτα» (Αριστοφάνης).
Του τάζεις, και πάλι, σεμνά και ταπεινά, εσύ ο ξεδιάντροπος, αδιάφθορους λαγούς, με πετραχήλια διαφάνειας.
«Γίνεται να συχωρεθείς απολαμβάνοντας το άδικό;». (Ελύτης).
Και ο λαός, με σακατεμένη ελευθερία, με σακατεμένη γλώσσα, σακατεμένος από την ανέχεια, χαλάει κι’ αυτός. Γίνεται μάζα, χυλός ξεδιάντροπος, αδιάφορος, κάλπης. Γιατί, «το ήθος των πολιτών γίνεται όμοιο με το ήθος των αρχόντων τους: Το της πόλεως όλης ήθος ομοιούται τοις άρχουσιν» (Ισοκράτης). Και έτσι, «χάνονται οι πόλεις όταν δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τους φαύλους από τους έντιμους: Τας πόλεις απόλλυσθαι, όταν μη δύνωνται τους φαύλους από των σπουδαίων διακρίνειν». (Αντισθένης).
Και επειδή, «Ου μόνον αρχή άνδρα δείκνυσι, αλλά και αρχήν ανήρ» (Επαμεινώνδας), να τι κάνατε, σεις οι «άρχοντες», στην πόλη και τον δήμο. Στη Δημοκρατία μας. Στην Ελλάδα μας:
«Πολλά και αισχρά ένεκα κερδέων πεποιήκατε: πολλά και αισχρά για το κέρδος κάνατε» (Ξενοφών).
Ο σκανδαλοποιός, «και με τα δυο χέρια σουφρώνει τα δημόσια έσοδα: Καμφοίν χέροιν μυστιλάται των δημοσίων». (Αριστοφάνης).
Όμως, υπάρχει και η ΑΛΛΗ ΕΛΛΑΔΑ, που στο φως του ήλιου της, τής αλήθειας της, τής παράδοσής της και του πολιτισμού της, ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ.
Η άλλη Ελλάδα, που, φυσικά, δεν την καταλαβαίνουν, οι Ευρωπαίοι και οι ελληνοευρωλιγούρηδες. «Οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν την λέξη αλήθεια ή ελευθερία, σα να λένε χαίρω πολύ. Που μιλούν για δικαιοσύνη με ψυχή τοκογλύφου». (Σεφέρης).
Φωτιά και τσεκούρι κριτικής.
Στους αλαζόνες πολιτικάντηδες. Στους μικροαστούς ελληναράδες. Στους κενόκρανους σαλτιμπάγκους της διανόησης.
Γύρνα τους την πλάτη, Έλληνα. Κλείσε τους την πόρτα.
«Και μην ανοίγεις όσο κι αν χτυπούν. Φωνάζουν μα δεν έχουν τι να πουν». (Σεφέρης).
«Θάρρος. Ίσως το αύριο να ‘ναι καλύτερο: Θαρσείν χρή∙ ταχ’ αύριον έσσετ’ άμμεινον» (Θεόκριτος).
Όμως αυτό το αύριο δεν θα έρθει θεόσταλτο. Εσύ θα το προετοιμάσεις. Έχεις ευθύνη απέναντι στα παιδιά σου, τα εγγόνια σου. Τους συνανθρώπους σου. Γιατί, βάλτο καλά στο νου σου:
«είτε φταις είτε όχι, αν δεν μπορείς άλλο να παλέψεις, θα πεθάνεις» (Μπρεχτ).
Δεν είναι μπρος
Είν’ από πίσω σου
Κρυφός ο οχτρός (Βάρναλης;).